Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γροθοκοπώ
ρήμα μεταβατικό

variante di [γρονθοκοπώ]

γρονθοκοπώ  
ρήμα μεταβατικό

pre`ndere a pugni τον γρονθοκόπησαν άγρια==è stato brutalmente preso a pugni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γροθοκόπημα γροθοπατινάδα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---