Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γροθιά  
ουσιαστικό θηλυκό

pu`gno ~m~ του τράβηξε μια γροθιά στο σαγόνι==gli ha dato un pugno sulla mascella

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γριφώδης γροθοκόπημα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---