Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
γροθιά
ουσιαστικό θηλυκό
pu`gno ~m~
του τράβηξε μια γροθιά στο σαγόνι==gli ha dato un pugno sulla mascella
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< γριφώδης
γροθοκόπημα >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γρίπη
{χωρ. πληθ...
γριπιασμένος
[επίθ.]
γρίφοι
[ουσ αρσ πληθ.]
γρίφος
[ουσ αρσ ]
γριφώδης
[επίθ.]
γροθιά
[θηλ.ουσ]
γροθοκόπημα
[ουσ ουδ.]
γροθοκοπώ
[ρ. μτβ.]
γροθοπατινάδα
[θηλ.ουσ]
γρόθος
[ουσ αρσ ]
γροικητά
[επίρ.]
γροικώ
{γροικάς.....
Γροινλανδία
[κύρ.όν. θηλ.]
γροινλανδικός
[επίθ.]
Γροινλανδός
[ουσ αρσ και θηλ.]
γρονθοκόπημα
[ουσ ουδ.]
γρονθοκοπημένος
[επίθ.]
γρονθοκοπώ
{γρονθοκοπ...
γρόνθος
[ουσ αρσ ]
γρόσα
[θηλ.ουσ]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis