Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγρίπη
ουσιαστικό θηλυκό influe`nza ~f~ κόλλησα γρίπη==ho preso l'influenza | με κόλλησε γρίπη==mi ha attaccato l'influenza permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματασέρνεται γρίπη = c'è in giro l'influenza Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |