Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξιχνιαστής
ουσιαστικό αρσενικό 1 indagato`re ~m~ 2 investigato`re εξιχνιάστρια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [εξιχνιαστής ^-ή, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |