Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξογκώνομαι
ρήμα παθητικό gonfia`rsi εξογκώνω ρήμα μεταβατικό 1 re`ndere go`nfio, ingrossa`re 2 ((figurato)) gonfia`re, esagera`re εξογκώνω ένα ασήμαντο γεγoνός == gonfiare un banale avvenimento permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |