Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξόγκωση
ουσιαστικό θηλυκό 1 ingrossame`nto ~m~ εξόγκωση αδένα == ingrossamento di una ghiandola 2 ((figurato)) esagerazio`ne ~f~, gonfiatu`ra ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |