Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›εξόγκωση

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

εξόγκωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ingrossame`nto ~m~ εξόγκωση αδένα == ingrossamento di una ghiandola
2 ((figurato)) esagerazio`ne ~f~, gonfiatu`ra ~f~

permalink
‹ εξογκώνω
έξοδα ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εξοβελισμός [ουσ αρσ ]
εξόγκωμα [ουσ ουδ.]
εξογκωμένος [επίθ.]
εξογκώνομαι [ρ. παθ.]
εξογκώνω {εξόγκω-σα...
εξόγκωση [θηλ.ουσ]
έξοδα [ουσ ουδ πληθ.]
έξοδο {εξόδ-ου |...
έξοδον [ουσ ουδ.]
έξοδος {εξόδ-ου |...
εξοδούχος [ουσ αρσ ]
εξοίδημα {εξοιδήμ-α...
εξοιδημένος [επίθ.]
εξοίδηση {-ης κ. -ή...
εξοικειωμένος [επίθ.]
εξοικειώνομαι [ρ. παθ.]
εξοικειώνω {εξοικείω-...
εξοικείωση {-ης κ. -ώ...
εξοικονόμηση [θηλ.ουσ]
εξοικονομούμαι [ρ. παθ.]


{{ID:EXOGKWSH100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti