Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξοικονομούμαι
ρήμα παθητικό εξοικονομώ ρήμα μεταβατικό 1 riusci`re a trova`re / ottene`re, procura`rsi, procaccia`rsi πού εξοικονόμησες τα χρήματα για το μηχανάκι; == come sei riuscito a trovare i soldi per comprarti il motorino? 2 economizza`re, risparmia`re, me`ttere da parte / via | εξoικoνoμώ κάτι για τα γηρατειά μου == mettere da parte qualcosa per la vecchiaia | εξoικoνoμώ την κατάσταση / τις περιστάσεις == arrangiarsi, farcela, tirare avanti la baracca permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |