Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξολίσθηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 erro`re ~m~
2 sba`glio ~m~
3 scivola`ta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξολισθαίνω εξολκέας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---