Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξομάλυνση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 livellame`nto ~m~, spianame`nto ~m~, appianame`nto ~m~, smussatu`ra ~f~
2 ((figurato)) normalizzazio`ne ~f~, appianame`nto ~m~ εξoλόλυνoη των σχέσεων == normalizzazione dei rapporti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξομαλύνομαι εξομαλύνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---