Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξομοιώνομαι
ρήμα παθητικό identifica`rsi εξομοιώνω ρήμα μεταβατικό parifica`re, livella`re, me`ttere alla pari / allo stesso live`llo, accomuna`re o πόνος εξομοιώνει τούς ανθρώπoυς == il dolore accomuna gli uomini | δεν μπορείς να εξομοιώσεις έναν επαγγελματία με έναν ερασιτέχνη == non si può mettere un professionista allo stesso livello di un dilettante permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |