Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξομολογιέμαι
ρήμα παθητικό


εξομολογούμαι
ρήμα παθητικό

1 confessa`re, dichiara`re έχω να σου εξoμoλoγηθώ κάτι == ho da confessarti una cosa, devo farti una confessione | εξoμoλoγoύμαι τον έρωτά μoυ == confessare il proprio amore, dichiararsi μου | εξομολογήθηκε τις βαθύτερες φιλοδοξίες του == mi ha confessato le sue aspirazioni più intime
2 religione confessa`re, confessa`rsi ζήτησε να εξoμoλoγηθεί προτού πεθάνει == prima di morire, ha chiesto di confessarsi

εξομολογώ  
ρήμα μεταβατικό

religione confessa`re o ιερέας τον εξομολόγησε και του έδωσε άφεση == il prete lo confessò e gli diede l' assoluzione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξομολογητικός εξομπλίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---