Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξομολόγηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 confessio`ne ~f~, dichiarazio`ne ~f~ μετά την εξομολόγησή του ένιωσε ανακούφιση == dopo la confessione si sentì sollevato | ερωτική εξoμoλόγηση == dichiarazione d'amore
2 religione confessio`ne ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξομοιωτής εξομολογητήριο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---