Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξολόθρευση
ουσιαστικό θηλυκό stermi`nio ~m~, annientame`nto ~m~, distruzio`ne ~f~ tota`le ένα προϊόν για την εξολόθρευση των κατσαρίδων == un prodotto per lo sterminio degli scarafaggi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |