Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξοικονόμηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 il procurarsi ~m~, il provvedere ~m~, il procacciarsi ~m~ εξοικονόμηση των πρoς το ζην == il procurarsi il necessario per vivere
2 rispa`rmio ~m~, l'economizza`re ~m~ εξoικoνόμηoη ενέργειας == risparmio di energia (elettrica)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξοικείωση εξοικονομούμαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---