Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόέξοδος
ουσιαστικό θηλυκό 1 usci`ta ~f~ η έξοδος των μαθητών από το σχολείο == l'uscita degli alunni dalla scuola | του απαγορεύτηκε η έξοδος από τη χώρα == gli è stato proibito di uscire dal paese 2 usci`ta ~f~, u`scio ~m~ έξοδος κινδύνoυ == uscita di sicurezza 3 cessazio`ne ~f~ del servi`zio 4 militare sortita disperata (per rompere un assedio) 5 militare li`bera usci`ta ~f~ 6 nella tragedia greca e`sodo ~m~ 7 εξόρμηση e`sodo ~m~ η έξοδος των Εβραίων από την Αίγυπτo == l'esodo / la fuga degli Ebrei dall'Egitto | η έξoδoς των Αθηναίων για το Σαββατοκύριακο == l'esodo degli ateniesi per il fine settimana permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαμπαίνω σε έξοδα = affrontare una spesa || η έξοδος κινδύνου = uscita [θηλ.] di sicurezza Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |