Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόέξοδο
ουσιαστικό ουδέτερο ((specialmente al plurale)) spesa ένα επιπλέον έξoδo == una spesa in più περιττά έξοδα == spese superflue βγάλαμε τα έξοδά μας == abbiamo coperto le spese, siamo rientrati nelle spese, ci siamo rifatti delle spese μπήκε σε έξoδα με το γάμο της κόρης == per il matrimonio della figlia deve affrontare molte spese η εταιρεία μού κάλυψε τα έξoδα ταξιδίού == la ditta mi ha coperto le spese del viaggio 2 (Econ ) uscita τα έσοδα και τα έξοδα == le entrate e le uscite έξοδον ουσιαστικό ουδέτερο forma letteraria di [έξοδο ^-ου, το^] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατα έξοδα = le spese [θηλ. πλυθ.] || τα περιπτά έξοδα = spese [θηλ. πλυθ.] superflue Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |