Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξογκωμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [εξογκώνω]
2 caricatura`le
3 eccessi`vo
4 esagera`to
5 spertica`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξόγκωμα εξογκώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---