Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξιχνιάζομαι
ρήμα παθητικό εξιχνιάζω ρήμα μεταβατικό 1 rintraccia`re, scova`re 2 ((figurato)) far luce, veni`re a capo, chiari`re εξιχνιάζω ένα έγκλημα == far luce su un delitto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |