Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξιχνίαση  
ουσιαστικό θηλυκό

il far luce ~m~ εξιχνίαση μιας μυστηριώδoυς υποθέσεως == il far luce su un fatto misterioso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξιχνιάζω εξιχνιάσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---