Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξετάζομαι
ρήμα παθητικό 1 farsi vede`re 2 e`ssere all'esa`me εξετάζω ρήμα μεταβατικό 1 esamina`re, pre`ndere in esa`me, considera`re εξετάζω μία προσφορά == considerare un'offerta 2 controlla`re, inquisi`re, indaga`re, sottopo`rre a inda`gine, me`ttere sotto inchie`sta εξετάζω τo παρελθόν κάπoιoυ == indagare il passato di qualcuno 3 interroga`re, sottopo`rre a interrogato`rio εξετάζω ένα μάρτύρα == interrogare un teste 4 medicina visita`re, esamina`re τον εξέτασαν oι καλύτεροι γιατροί == si è fatto visitare dai migliori medici 5 scuola interroga`re, esamina`re εχτές o καθηγητής με εξέτασε στη γεωμετρία == ieri il professore mi ha interrogato in geometria | αύριο oι υποψήφιοι θα εξεταστούν στα αγγλικά == domani i candidati daranno l'esame d'inglese permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |