Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξευγενίζομαι
ρήμα παθητικό

1 dirozzarsi
2 ingentilirsi
3 raffinarsi

εξευγενίζω  
ρήμα μεταβατικό

ingentili`re, nobilita`re, raffina`re, incivili`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξετάστρια εξευγενισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---