Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξεύρεση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 il trova`re ~m~, reperime`nto ~m~, il procaccia`rsi ~m~ η εξεύρεση λύσεως == il trovare una soluzione | εξεύρεση κονδυλίων == reperimento di fondi | κύριο μέλημα των πρωτoγόνων υπήρξε η εξεύρεση τρoφής == scopo principale degli uomini primitivi fu quellο di procacciarsi il cibo
2 scope`rta ~f~, invenzio`ne ~f~ εξεύρεση νέων μεθόδων == scoperta di nuovi metodi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξευρεθείς εξευρίσκομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---