Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξέχω
ρήμα αμετάβατο 1 spo`rgere, usci`r fuo`ri, spunta`re, fare agge`tto, veni`re in fuo`ri το μπαλκόνι εξέχει πoλύ από την πρόσοψη του κτιρίου == il balcone sporge un po' troppo dalla facciata dell'edificio | τo πορτοφόλι σου εξέχει λίγο από την τσέπη == il tuo portafoglio sporge un po' dalla tasca 2 ((figurato)) ecce`llere, disti`nguersi, spicca`re, fare spicco επιστήμων που εξέχει στον τoμέα του == uno scienziato che eccelle nel suo campo permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαπου εξέχει = in rilievo Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |