Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόέξη
ουσιαστικό θηλυκό abitu`dine ~m~ κακή έξη == cattiva abitudine, vizio η έξη της χαρτoπαιξίας == il vizio del gioco | έξις δευτέρα φύσις == l'abitudine puό diventare per l'uomo (come) una seconda natura+++καθ' έξιν == d'abitudine έξις ουσιαστικό θηλυκό forma letteraria di [έξη] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |