Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξήγηση
ουσιαστικό θηλυκό 1 spiegazio`ne ~f~ η εξήγηση ενός oνείρου == la spiegazione di un sogno | η εξήγηση ενός μυστηρίoυ == la spiegazione di un mistero | ένα θαύμα δεν έχει λογική εξήγηση == è impossibile la spiegazione razionale di un miracolo 2 spiegazio`ne ~f~, delucidazio`ne ~f~, chiarime`nto ~m~, giustificazio`ne ~f~ δε μου έδωσε ικανοποιητική εξήγηση == non mi ha dato una spiegazione plausibile | απαιτώ εξηγήσεις! == esigo una spiegazione! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |