Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξευτελισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 degradazio`ne ~f~, svilime`nto ~m~
2 umiliazio`ne ~f~, avvilime`nto ~m~ o εξευτελισμός της ανθρώπινης αξιoπρέπειας == l'avvilimento della dignità umana

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξευτελίζω εξευτελιστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---