Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξευτελίζομαι
ρήμα παθητικό

1 υποτιμώ e`ssere svaluta`to / svili`to, pe`rdere valo`re ορισμένες ηθικές αρχές έχουν πλέoν εξευτελιστεί == certi principi morali sono ormai svalutati
2 ταπεινώνομαι e`ssere umilia`to, umilia`rsi, abbassa`rsi, avvili`rsi

εξευτελίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 υποτιμώ svaluta`re, svili`re, degrada`re εξευτελίζω την τέχνη μου == svilire la propria arte
2 ταπεινώνω umilia`re, avvili`re, feri`re la dignità με εξευτέλισε μπρoστά σε όλούς == mi ha umiliato davanti a tutti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξευρωπαϊσμός εξευτελισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---