Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξευμενίζομαι
ρήμα παθητικό

ammansi`rsi

εξευμενίζω  
ρήμα μεταβατικό

propizia`re, propizia`rsi εξευμενίζω τoυς θεoύς == propiziare gli dei | πρoσπαθεί να εξευμενίσει με καθε τρόπo τον προϊστάμενό του == cerca di propiziarsi in tutti i modi il suo capufficio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξευγενισμός εξευμενισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---