Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξευγενισμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [εξευγενίζω] 2 delica`to 3 disti`nto 4 gentili`ssimo 5 raffina`to 6 ricerca`to 7 signori`le 8 sofistica`to permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |