Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξεταστικός
επίθετο 1 indagato`re, scrutato`re εξεταστική ματιά == sguardo indagatore / scrutatore | εξεταστική των πραγμάτων επιτρoπή == commisione d'inchiesta 2 scuola di esa`mi, esamina`nte, esaminato`re εξεταστική περίοδος == sessione d'esami | εξεταστική επιτρoπή == commissione esaminatrice / di esami permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |