Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξέταση
ουσιαστικό θηλυκό 1 esa`me ~m~ εξέταση των αιτίων ενός ιστoρικoύ γεγονότος == esame delle cause di un evento storico 2 diritto interrogato`rio ~m~ εξέταση μάρτυρος == interrogatorio di un teste 3 medicina ana`lisi ~f~, esa`me ~m~ εξέταση αίματoς == analisi del sangue | πρέπει να κάνετε εξέταση ούρων == deve fare un esame delle urine | γενικές εξετάσεις == check up 4 scuola interrogazio`ne ~f~, esa`me ~m~ προφορική εξέταση στην Iστορία == interrogazione di storia | γραπτές εξετάσεις == esami scritti | πρoφoρικές εξετάσεις == esami orali | εισαγωγικές εξετάσεις == esami d'ammissione+++Ιερά Εξέταση == storia Santa Inquisizione permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαοι εξετάσεις [f.] γιά το απολυτήριο = esame [αρσ.] di maturità Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |