Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξεταστής
ουσιαστικό αρσενικό esaminato`re, esamina`nte εξετάστρια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [εξεταστής ^-ή, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |