Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξέρχομαι
ρήμα παθητικό usci`re, anda`re / veni`re fuo`ri εξέρχομαι της αιθούσης == uscire da un'aula | εξέρχoμαι της υπηρεσίας == ritirarsi dal servizio attivo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |