Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξέρχομαι  
ρήμα παθητικό

usci`re, anda`re / veni`re fuo`ri εξέρχομαι της αιθούσης == uscire da un'aula | εξέρχoμαι της υπηρεσίας == ritirarsi dal servizio attivo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξερευνώμαι εξερχόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---