Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιδότηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 sovvenzio`ne ~f~ η επέκταση του οδικού δικτύoυ θα γίνει με επιδότηση της Eυρωπαϊκής 'Ενωσης == l'ampliamento della rete stradale sarà effettuato con una sovvenzione dell'Unione Europea
2 il sussidia`re ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επίδοση επιδοτούμαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---