Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπίδοση
ουσιαστικό θηλυκό 1 παράδοση conse`gna ~f~, reca`pito ~m~ 2 presentazio`ne ~f~, notificazio`ne ~f~ επίδοση διαπιστευτηρίων == presentazione delle credenziali 3 il darsi ~m~, il dedica`rsi ~m~ η επίδοση στην κηπουρική τον χαλαρώνει όσο τίποτε άλλο == il darsi al giardinaggio è per lui il miglior modo di rilassarsi 4 προκοπή attitu`dine ~f~ έχει ιδιαίτερη επίδοση στα λατινικά == ha una particolare attitudine per il latino | δεν έχει καμία απολύτως επίδοση στο τραγούδι == è proprio negato per il canto 5 sport ρεκόρ prestazio`ne ~f~, re`cord oι αθλητές πέτυχαν θαυμάσιες επιδόσεις == le prestazioni degli atleti sono state ottime | ατομική επίδοση == record personale permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |