Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιείκεια
ουσιαστικό θηλυκό cleme`nza ~f~, indulge`nza ~f~ κρίνω με επιείκεια == giudicare con clemenza | ζητώ την επιείκεια του δικαστηρίού == invocare la clemenza dei giudici | φέρονται με υπερβολική επιείκεια στα παιδιά τούς == trattano i figli con eccessiva indulgenza permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |