Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιδρώ
ρήμα αμετάβατο 1 influi`re, ave`r3 influe`nza τo διαζύγιο των γονιών επέδρασε αρνητικά στο χαρακτήρα του παιδιού == il divorzio dei genitori influì negativamente sul carattere del figlio 2 specialmente di medicine agi`re, fare / ave`re effe`tto, produ`rre l'effe`tto desidera`to φάρμακο πού επιδρά γρήγορα == farmaco che agisce rapidamente | η ένεση επέδρασε αμέσως == l'iniezione ha avuto un effetto immediato permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |