Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιδρομή
ουσιαστικό θηλυκό 1 incursio`ne ~f~, scorreri`a ~f~, razzi`a ~f~, scorriba`nda ~f~, irruzio`ne ~f~ αεροπορική επιδρoμή == incursione aerea | oι πειρατικές επιδρομές == le scorrerie dei pirati 2 ((per estensione)) invasio`ne ~f~ επιδρομή ακρίδων == invasione di cavallette permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |