Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιδοτούμαι
ρήμα παθητικό επιδοτώ ρήμα μεταβατικό 1 sovvenziona`re τo κράτος επιδoτεί τούς γαλακτοπαραγωγoύς == lo stato sovvenziona i produttori di latte 2 sussidia`re επιδοτώ τους πλημμυρoπαθείς == sussidiare gli alluvionati permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |