Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επίδραση  
ουσιαστικό θηλυκό

azio`ne ~f~, influe`nza ~f~, influ`sso ~m~ η επίδραση του ανέμoυ στα πετρώματα l'azione del vento sulle rocce | ήταν ακόμη υπό την επίδραση της νάρκωσης == era ancora sotto l'azione della narcosi | στο έργο του διακρίνονται επιδράσεις από τo ρoμαντισμό == nella sua opera sono avvertibili influenze romantiche

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιδοτών επιδρομέας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---