Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επίδομα  
ουσιαστικό ουδέτερο

sussi`dio ~m~, asse`gno ~m~, indennità ~f~ επίδομα ανεργίας == sussidio di disoccupazione | οικογενειακά επιδόματα == assegni familiari | επίδομα μητρότητας == indennità di maternità | επίδομα αδείας == retribuzione aggiuntiva corrisposta ai lavoratori per le ferie estive

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιδοκιμαστικός επίδοξος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---