Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επεκταμένος
επίθετο

1 variante di [επεκτεταμένος]
2 participio passato del verbo [επεκτείνω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επέκεινα επέκταση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---