Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπέμβαση
ουσιαστικό θηλυκό 1 interve`nto ~m~ στρατιωτική επέμβαση == intervento militare 2 intromissio`ne ~f~, ingere`nza ~f~, interfere`nza ~f~ δεν ανέχομαι επεμβάσεις στα πρoσωπικά μού! == non tollero intromissioni nelle mie faccende private! 3 medicina interve`nto ~m~ (chirurgico), operazio`ne ~f~ η επέμβαση κράτησε δύo ώρες == l'intervento durò due ore permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |