Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπενδύομαι
ρήμα παθητικό επενδύω ρήμα μεταβατικό 1 rivesti`re επενδύω έναν καναπέ == rivestire un divano 2 di vestiti fodera`re 3 investi`re επενδύω τις οικονομίες μού == investire i propri risparmi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |