Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπεξεργασία
ουσιαστικό θηλυκό 1 elaborazio`ne ~f~ 2 rielaborazio`ne ~f~, rifinitu`ra ~f~, perfezioname`nto ~m~, rito`cco ~m~ 3 lavorazio`ne ~f~ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη επεξεργασία δεδομένων = elaborazione [θηλ.] dati Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |