Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επέρχομαι  
ρήμα παθητικό

1 accade`re in aggiu`nta ad altro / all'improvvi`so, sopraggiu`ngere, sopravveni`re επήλθαν επιπλοκές == sono sopravvenute / sopraggiunte complicazioni
2 avveni`re dopo, segui`re, consegui`re o θάνατος του ασθενούς επήλθε κατόπιν εσωτερικής αιμορραγίας == la morte del paziente è avvenuta a seguito di un'emorragia interna

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επεξηγώ επερχόμενοι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---