Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπευφημία
ουσιαστικό θηλυκό acclamazio`ne ~f~, ovazio`ne ~f~ τον υποδέχθηκαν με ζωηρές επευφημίες == lo accolsero con una calorosa ovazione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |