Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επηρεάζομαι
ρήμα παθητικό

e`ssere influenza`to, farsi / lascia`rsi influenza`re

επηρεάζω  
ρήμα μεταβατικό

influenza`re, influi`re, ave`re influe`nza, avere influ`sso o ascende`nte η μητέρα του τον επηρεάζει πολύ == è troppo influenzato dalla madre | η κακοκαιρία επηρεάζει τη διάθεσή μου == il brutto tempo influisce sul mio umore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  έπηλυς επηρεάζων  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---