Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επηρεασμός  
ουσιαστικό αρσενικό

l'influenza`re ~m~ επηρεασμός της κοινής γνώμης == l'influenzare l'opinione pubblica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επηρεασμένος επήρεια  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---