Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιβαρύνομαι
ρήμα παθητικό

1 accolla`rsi
2 addossa`rsi
3 carica`rsi

επιβαρύνω  
ρήμα μεταβατικό

1 appesanti`re, grava`re επιβαρύνω το αυτoκίνητo με πολλές αποσκευές == appesantire la macchina con troppi bagagli | επιβάρυναν το λαό με νέούς φόρούς == gravarono il popolo di / con nuove imposte | επιβαρύνω τον κρατικό προϋπολογισμό == gravare il bilancio dello Stato
2 aggrava`re, peggiora`re επιβαρύνω τη θέση μου == aggravare la propria posizione
3 e`ssere di peso θα μείνω μόνο μια μέρα σπίτι σας, δε θέλω να σας επιβαρύνω == rimango solo un giorno da voi, per non esservi di peso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιβαρυμένος επιβάρυνση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---